Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Γράμμα στην άλλη όχθη...

Τι κάνεις πατέρα;
Εγώ... άστα, μην τα ρωτάς.
Η ζωή έγινε δύσκολη πατέρα.
Ναι, το ξέρω ανέκαθεν ήταν δύσκολη, μα τώρα η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη.
Θυμάσαι πατέρα, που πολέμαγες στα βουνά της Αλβανίας για λευτεριά;
Ε, οι Γερμανοί ξανάρθαν πατέρα, μα αυτήν την φορά χωρίς όπλα, χωρίς τυφέκια, χωρίς εχθρικά διακριτικά.
Μαζεύτηκαν όλοι μαζί, φόρεσαν τα σινιέ κοστούμια τους κι μας χάρισαν έναν επίπλαστο Παράδεισο, πατέρα.
-Πάρτε χρήμα, πάρτε επιδοτήσεις, πάρτε Ρωσίδες, πάρτε Αλβανούς στην δούλεψή σας. Εσείς δεν χρειάζεται να κοπιάσετε πια. Φρόντισαν γι' αυτό οι πολιτικοί σας. Σας τα δίνουν όλα στο χέρι.( Δεν πειράζει που τα παιδιά σας θα πρέπει να ξεπληρώσουν τα χρέη σας). Το τελευταίο τόλεγαν μέσα απ' τα δόντια τους,χαμηλόφωνα, σαν τα ψιλά γράμματα στις δανειακές συμβάσεις των Τραπεζών.
Κι ήρθε ο καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.

Τώρα μας ζητούν τα δανεικά πίσω πολλαπλάσια, με υπέρογκους και δυσβάστακτους τόκους.
Κι οι ταγοί μας, αυτοί που τόσο νοιάζονταν για τον λαό, συστρατεύτηκαν μαζί τους, σκεπάστηκαν με χρώμα παραλλαγής κι άφησαν τον λαό ακάλυπτο.
Ζητούν οι κοστουμάτοι τα λεφτά τους πίσω.
Κι οι πολιτικοί στο πλευρό τους:
-Βεβαίως, έχουν δίκιο, πρέπει να βρείτε τα λεφτά να τους τα επιστρέψετε, μαζί τα φάγαμε.
Φωνάζουν οι πολιτικοί μέσα από τις θωρακισμένες Mercedes τους, ή όταν βγάζουν το κεφάλι μέσα από τα χρυσοποίκιλτα spa τους ή όταν αδειάζει το στόμα τους ανάμεσα στις μεγαλομπουκιές που καταπίνουν.

Και ξέρεις ποιό είναι το πιό λυπηρό πατέρα;

Πως μαζί ΔΕΝ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ, αυτοί τα έφαγαν κι ακόμη τα τρώνε. Ο λαός έφαγε τα ψίχουλα, που έπεφταν απ' το τραπέζι της ασυδοσίας.
Μα τώρα καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό για όλο το τραπέζωμα.

Κατάλαβες πατέρα τώρα;
Έφυγες και γλύτωσες πατέρα. Γιατί ξέρω πως έτσι αψύς που ήσουν, σαν έβλεπες το άδικο, θα τους καθάριζες πατέρα.

Περί πολέμου

Δεν είμαι ιστορικός, κι έτσι δεν θα περιγράψω ιστορικά γεγονότα.
Συγχωρήστε με λοιπόν για τις τυχόν ιστορικές αστοχίες, που μπορεί να έχει τούτο το κείμενο, που απλά ξεδιπλώνει κάποιες σκέψεις μου, περί πολέμου.
Προς οικονομία κειμένου, δεν θα  επεκταθώ σε αρχαία ή σε πολύ παλαιά χρόνια.
Οι σκέψεις μου αφορούν στην αντιμετώπιση του πολέμου, της μάχης από τους ίδιους τους μαχητές και την μετέπειτα (αν καταφέρουν να επιζήσουν) ζωή τους, σαν πολίτες πια, μετά την έκθεσή τους στην αγριότητα της μάχης.
Η στρατιωτική εκπαίδευση, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γινόταν για την αντιμετώπιση του αντιπάλου εκ του σύνεγγυς ή εκ του συστάδην.
Η μάχη κατέληγε σχεδόν πάντα με τους αντιπάλους να παλεύουν σώμα με σώμα, με όπλα ή ακόμη και με γυμνά χέρια.
Η κατακρεούργηση του αντιπάλου εντυπωνόταν βαθιά μέσα στο μνημονικό κάθε μαχητή.
Κι αν η Διοίκηση διέταζε και την "αποψίλωση" του πληθυσμού, τότε πολλά ερωτηματικά κατέκλυζαν την σκέψη κάποιων στρατιωτών.
Κι αυτοί οι στρατιώτες, όταν γυρνούσαν στις εστίες τους, βροντοφώναζαν κατά του πολέμου.

Έπρεπε λοιπόν οι Μεγάλοι να βρούν τρόπο να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν την πρόσωπο με πρόσωπο συνεύρεση των αντιπάλων στρατιωτών.

Εφηύραν τότε τα όπλα Μαζικής Καταστροφής και τα Τηλεκατευθυνόμενα, όπου πια ο χειριστής του θανάσιμου όπλου δεν βλέπει τους αντιπάλους, δεν βλέπει tα γυναικόπαιδα, δεν βλέπει την φρίκη στα μάτια του βληθέντα αντιπάλου του.

Γίναν όλα ένα video-game. Πυροβολείς κι εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν. Δεν τους βλέπεις. Δεν σε βλέπουν. Βλέπεις απλά ένα σύννεφο σκόνης, εκεί που σημάδεψες, στην οθόνη του χειριστηρίου σου.
Άλλος ένας στόχος επετεύχθη, το σκόρ σου αυξήθηκε κατά μια μονάδα.
Μόνο που αυτή η μονάδα μετριέται σ' εκατοντάδες ή χιλιάδες νεκρούς. Πολύχρωμους νεκρούς, με μια σταχτιά σκόνη κολλημένη πάνω στο ξεραμένο αίμα τους.

Απόψε θα κοιμηθείς Νικητής!
(Μέχρι ο αντίπαλος να σε βάλει στο σημάδι του δικού του video-game....).