Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Ο μικρός μαύρος Χριστούλης

Ένα μικρός μαύρος Χριστούλης, έψαλλε σήμερα τα κάλαντα στα μαγαζιά του Χαλανδρίου.
Σ' ένα απ' αυτά, τον συνάντησα κι εγώ.
Με τα μαύρα, τεράστια, εκφραστικά του μάτια, κοιτούσε τον ιδιοκτήτη, καθώς περίμενε απάντηση στην ερώτησή του:
-"Να τα πούμε;"
-"Να τα πείς, έλα και σε περίμενα από το πρωί".
Σαστισμένος ο μαύρος Χριστούλης:
-"Με θυμάστε από πέρσι;"
Αθώος, με το φωτοστέφανο να σκορπίζει το φως της αγνότητας και της καλωσύνης.
"Ναί, σε θυμάμαι, σ' έχω πλάσει χρόνια τώρα μες στο μυαλό μου, έτσι, μ' αυτά τα τεράστια μάτια να κοιτάζεις με αγάπη, με καλωσύνη, με εγκαρτέρηση τους ανθρώπους. Να φωνάζουν μ' όλη την δύναμή τους 'Σας αγαπώ όλους', σ' όσους μπορούν να τ' ακούσουν", θάθελα να του πώ, μα τα χείλη δεν κινήθηκαν.

Κίνησε να ψέλνει, τελείωσε, τού 'δωσε ο ιδιοκτήτης τον οβολό του.
 Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου, τον πρόλαβα.
-"Καλά Χριστούγεννα αγόρι μου" και τού 'δωσα κι εγώ κάτιτις.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Άνοιξαν διάπλατα, με κοίταξαν. Ένοιωσα την θαλπωρή τους να θεραπεύει τις πληγές μου.
-"Σ' ευχαριστώ", ψέλισε.

Πέρασε λίγη ώρα και νάτος πάλι στην πόρτα.
-"Σας εύχομαι ολόψυχα Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά", είπε, με το χαμόγελο χαραγμένο στο στόμα του.
Και γυρνώντας προς εμένα:
-"Και σε σας κύριε".

Τα βουρκωμένα μάτια μου εντύπωσαν την μορφή του στην καρδιά μου.

-"Ναι, αγόρι μου, θα σε περιμένω και του χρόνου και ναι, θα σε θυμάμαι από πέρσι".

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Εαυτός Άλλος

Ήταν ένας μοναχός,
ένας ολομόναχος Άλλος,
που με καρτερούσε
κάθε μέρα,
να γυρίσω σπίτι,
να του δώσω 
λίγη ζωή,
λίγη σημασία,
λίγη αξία.

Του έλεγα τα προβλήματά μου.
μ' άκουγε με προσοχή,
πάντα αμίλητος, πάντα ανέκφραστος,
μα τα δάκρυα ξεχείλιζαν,
αυλάκωναν 
το αρυτίδωτο πρόσωπό του.

Κάποια μέρα δεν άντεξε τον πόνο μου.

"Κάνω αυτό,
που εσύ δεν έχεις το κουράγιο 
να κάνεις.
Φεύγω."

Κι η τελεία κόκκινη,
κατακόκκινη,
... σαν το αίμα του, 
που απλωνόταν στο δάπεδο.
 


Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Γράμμα στην άλλη όχθη...

Τι κάνεις πατέρα;
Εγώ... άστα, μην τα ρωτάς.
Η ζωή έγινε δύσκολη πατέρα.
Ναι, το ξέρω ανέκαθεν ήταν δύσκολη, μα τώρα η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη.
Θυμάσαι πατέρα, που πολέμαγες στα βουνά της Αλβανίας για λευτεριά;
Ε, οι Γερμανοί ξανάρθαν πατέρα, μα αυτήν την φορά χωρίς όπλα, χωρίς τυφέκια, χωρίς εχθρικά διακριτικά.
Μαζεύτηκαν όλοι μαζί, φόρεσαν τα σινιέ κοστούμια τους κι μας χάρισαν έναν επίπλαστο Παράδεισο, πατέρα.
-Πάρτε χρήμα, πάρτε επιδοτήσεις, πάρτε Ρωσίδες, πάρτε Αλβανούς στην δούλεψή σας. Εσείς δεν χρειάζεται να κοπιάσετε πια. Φρόντισαν γι' αυτό οι πολιτικοί σας. Σας τα δίνουν όλα στο χέρι.( Δεν πειράζει που τα παιδιά σας θα πρέπει να ξεπληρώσουν τα χρέη σας). Το τελευταίο τόλεγαν μέσα απ' τα δόντια τους,χαμηλόφωνα, σαν τα ψιλά γράμματα στις δανειακές συμβάσεις των Τραπεζών.
Κι ήρθε ο καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.

Τώρα μας ζητούν τα δανεικά πίσω πολλαπλάσια, με υπέρογκους και δυσβάστακτους τόκους.
Κι οι ταγοί μας, αυτοί που τόσο νοιάζονταν για τον λαό, συστρατεύτηκαν μαζί τους, σκεπάστηκαν με χρώμα παραλλαγής κι άφησαν τον λαό ακάλυπτο.
Ζητούν οι κοστουμάτοι τα λεφτά τους πίσω.
Κι οι πολιτικοί στο πλευρό τους:
-Βεβαίως, έχουν δίκιο, πρέπει να βρείτε τα λεφτά να τους τα επιστρέψετε, μαζί τα φάγαμε.
Φωνάζουν οι πολιτικοί μέσα από τις θωρακισμένες Mercedes τους, ή όταν βγάζουν το κεφάλι μέσα από τα χρυσοποίκιλτα spa τους ή όταν αδειάζει το στόμα τους ανάμεσα στις μεγαλομπουκιές που καταπίνουν.

Και ξέρεις ποιό είναι το πιό λυπηρό πατέρα;

Πως μαζί ΔΕΝ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ, αυτοί τα έφαγαν κι ακόμη τα τρώνε. Ο λαός έφαγε τα ψίχουλα, που έπεφταν απ' το τραπέζι της ασυδοσίας.
Μα τώρα καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό για όλο το τραπέζωμα.

Κατάλαβες πατέρα τώρα;
Έφυγες και γλύτωσες πατέρα. Γιατί ξέρω πως έτσι αψύς που ήσουν, σαν έβλεπες το άδικο, θα τους καθάριζες πατέρα.

Περί πολέμου

Δεν είμαι ιστορικός, κι έτσι δεν θα περιγράψω ιστορικά γεγονότα.
Συγχωρήστε με λοιπόν για τις τυχόν ιστορικές αστοχίες, που μπορεί να έχει τούτο το κείμενο, που απλά ξεδιπλώνει κάποιες σκέψεις μου, περί πολέμου.
Προς οικονομία κειμένου, δεν θα  επεκταθώ σε αρχαία ή σε πολύ παλαιά χρόνια.
Οι σκέψεις μου αφορούν στην αντιμετώπιση του πολέμου, της μάχης από τους ίδιους τους μαχητές και την μετέπειτα (αν καταφέρουν να επιζήσουν) ζωή τους, σαν πολίτες πια, μετά την έκθεσή τους στην αγριότητα της μάχης.
Η στρατιωτική εκπαίδευση, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γινόταν για την αντιμετώπιση του αντιπάλου εκ του σύνεγγυς ή εκ του συστάδην.
Η μάχη κατέληγε σχεδόν πάντα με τους αντιπάλους να παλεύουν σώμα με σώμα, με όπλα ή ακόμη και με γυμνά χέρια.
Η κατακρεούργηση του αντιπάλου εντυπωνόταν βαθιά μέσα στο μνημονικό κάθε μαχητή.
Κι αν η Διοίκηση διέταζε και την "αποψίλωση" του πληθυσμού, τότε πολλά ερωτηματικά κατέκλυζαν την σκέψη κάποιων στρατιωτών.
Κι αυτοί οι στρατιώτες, όταν γυρνούσαν στις εστίες τους, βροντοφώναζαν κατά του πολέμου.

Έπρεπε λοιπόν οι Μεγάλοι να βρούν τρόπο να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν την πρόσωπο με πρόσωπο συνεύρεση των αντιπάλων στρατιωτών.

Εφηύραν τότε τα όπλα Μαζικής Καταστροφής και τα Τηλεκατευθυνόμενα, όπου πια ο χειριστής του θανάσιμου όπλου δεν βλέπει τους αντιπάλους, δεν βλέπει tα γυναικόπαιδα, δεν βλέπει την φρίκη στα μάτια του βληθέντα αντιπάλου του.

Γίναν όλα ένα video-game. Πυροβολείς κι εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν. Δεν τους βλέπεις. Δεν σε βλέπουν. Βλέπεις απλά ένα σύννεφο σκόνης, εκεί που σημάδεψες, στην οθόνη του χειριστηρίου σου.
Άλλος ένας στόχος επετεύχθη, το σκόρ σου αυξήθηκε κατά μια μονάδα.
Μόνο που αυτή η μονάδα μετριέται σ' εκατοντάδες ή χιλιάδες νεκρούς. Πολύχρωμους νεκρούς, με μια σταχτιά σκόνη κολλημένη πάνω στο ξεραμένο αίμα τους.

Απόψε θα κοιμηθείς Νικητής!
(Μέχρι ο αντίπαλος να σε βάλει στο σημάδι του δικού του video-game....).